Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1. несов. перех.
1) Класть, помещать что-л. куда-л. (обычно за что-л.).
2) а) Класть, помещать что-л. куда-л. с определенной целью, в определенном количестве.
б) Вкладывать, вставлять что-л. в предназначенное для этого отверстие.
в) разг. Вносить какую-л. информацию (в память компьютера).
г) перен. Давать начало каким-л. свойствам, качествам, развивать какие-л. свойства, качества.
3) Класть что-л. между страницами книги, рукописи, отмечая нужное место.
4) а) Заполнять отверстие или свободное пространство, помещая туда что-л.
б) Занимать какую-л. поверхность, положив туда что-л. в большом количестве.
5) а) Начинать постройку, заложив основу.
б) перен. Давать начало чему-л.
6) а) перен. Впрягать в экипаж; запрягать.
б) Готовить экипаж, впрягая в него лошадь или лошадей.
7) перен. Отдавать в залог (1*1).
8) перен. Придавать транспортному средству - самолету, автомобилю - такое положение, при котором оно начинает разворот.
9) перен. безл. разг. О болезненном ощущении в ушах, носу, груди.
2. несов. неперех. разг.-сниж.
Иметь пристрастие к употреблению спиртных напитков; пьянствовать.